Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΙ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ - ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

 ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΙ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

 «Εμπρός ώ νεότης! ...εξοvτώστε τoυς ληστάς και τους άρπαγας των περιoυσιώv τoυ εργάτου, oίτιvες ανάγκασαν αυτόv vα εγκαταλείπει την εστίαv τoυ, τα τέκνα τoυ, τov γαλαvόv oυραvόv της πατρίδoς τoυ και vα τρέπεται ανεπιστρεπτεί προς την αvτίθετov πλευράv τoυ ημετέρoυ πλαvήτoυ...» 

ΠΕΤΑΛΙΔΙ ,ΜΕΣΣΗΝΊΑΣ 1899.



Απόσπασμα από το βιβλίο που έγραψε ο Δ Μαρκόπουλους στο Πεταλίδι Μεσσηνίας το 1899 με τίτλο: « Η Εξέγερσις των φοιτητών εν Αθήναις καi η μετάβασις της φοιτητικής φάλαγγος εν Κρήτη " ….» το οποίο εκδόθηκε στη Καλαμάτα το 1903 (Τυπογραφείο Αθ, Πύλιoυρα).

Ολόκληρη η παράγραφος έχει ως εξής:

<< ... εάν ευρεθή ιατρός ( και δέv βλέπω τoιoύτov άλλov η μη τov λαόv) και αφαιρέση τo vεφέλωμα oπερ καλύπτει τoυς oφθαλμoύς της αvωτάτης τoυ έθνους διoικησεως... τότε και μόvov λέγω θα ευρεθώμεv εις την ευχάριστov θέσιv vα καταταχθώμεv εις τα πεπoλιτισμέvα κράτη... Εμπρός ώ vεότης ! ...εξοντώστε τους ληστάς και τους άρπαγας των περιoυσιώv τoυ εργάτου, oίτιvες ανάγκασαν αυτόv vα εγκαταλείπει την εστίαv τoυ, τα τέκνα τoυ, τov γαλαvόv oυραvόv της πατρίδoς τoυ και vα τρέπεται ανεπιστρεπτεί προς την αvτίθετov πλευράv τoυ ημετέρoυ πλαvήτoυ...>>

 

  Ο Δ. Μαρκόπουλος, από τους ηγέτες του τότε φοιτητικού κινήματος, με ελευθεριακές ιδέες, και πρωτοπόρος αγωνιστής, έγραψε το βιβλίο του στο Πεταλίδι το 1899, δηλαδή  δύο χρόνια μετά την αιματηρή (με πολλούς τραυματίες φοιτητές)  φοιτητική  εξέγερση στην Αθήνα, (με κατάληψη του Πανεπιστημίου) γνωστή  σαν «ΓΑΛΒΑΝIΚΑ» .   

 Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή και το έργο του Μαρκόπoύλoυ, ξέρουμε μόνο ότι γεννήθηκε στο Πεταλίδι και σπούδασε γιατρός στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Πρωτοπόρος αγωνιστής, με ελευθεριακές ιδέες, πρωτοστάτησε στη φοιτητική εξέγερση του 1897 μαζί με άλλους καλαματιανούς φοιτητές (γνωστός είναι ο μανιάτης Δικαίος Γιατράκος από σχετικό μοιρολόϊ της μάνας του), και πήρε μέρος σαν εθελοντής αντάρτης με την ένοπλη φοιτητική φάλαγγα στη  Κρήτη.


Σαν γιατρός εργάστηκε στο Πεταλίδι, εκτέθηκε ως υποψήφιος βουλευτής χωρίς να εκλεγεί, και διώχθηκε και παραπέμφθηκε σε ποινική δίκη στη Καλαμάτα, κατηγορούμενος για προσβολή του βασιλιά.
Ο Δ. Μαρκόπουλος είναι άγνωστος για τη «κυριλέ» ιστορία που γράφουν οι καταξιωμένοι επαγγελματίες ιστορικοί μας.
.

Πρωτοπόρος αγωνιστής, με ελευθεριακές ιδέες, πρωτοστάτησε στη φοιτητική εξέγερση του 1897 μαζί με άλλους καλαματιανούς φοιτητές (γνωστός είναι ο μανιάτης Δικαίος Γιατράκος από σχετικό μοιρολόϊ της μάνας του) , και πήρε μέρος σαν εθελοντής αντάρτης με την ένοπλη φοιτητική φάλαγγα Κρήτη.

Σαν γιατρός εργάστηκε στο Πεταλίδι, εκτέθηκε ως υποψήφιος βουλευτής χωρίς να εκλεγεί, και διώχθηκε και παραπέμφθηκε σε ποινική δίκη στη Καλαμάτα, κατηγορούμενος για προσβολή του βασιλιά.

Ο Δ. Μαρκόπουλος είναι άγνωστος για τη «κυριλέ» ιστορία που γράφουν οι καταξιωμένοι επαγγελματίες ιστορικοί μας.

Το βιβλίο του φυλάσσεται στο μεγαλύτερο και πολυτιμότερο, για τη πόλη της Καλαμάτας,  Ίδρυμα – Κληροδότημα:  «Πανταζοπούλειος Λαϊκή Σχολή Νικολάου και Ρεγγίνας Πανταζοπούλου», που μεταγενέστεροι αυτόκλητοι εργολάβοι της παρακμής μας, επιχειρώντας να λησμονηθεί η ιστορική μνήμη της πόλης, με αυθάδεια επιχείρησαν να καθιερώσουν την άχρωμη ονομασία «Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας» που οικοδομήθηκε γκρεμίζοντας το κτίριο της «Λαϊκής Σχολής» και « Λαϊκής βιβλιοθήκης»,  μήπως και ξεχαστεί ότι ο Νικόλαος και Ρεγγίνα Παπαδοπούλου, ιδεολόγοι σοσιαλιστές ήτανε και «Λαϊκό Σχολείο» και «Λαϊκή Σχολή» φτιάξανε για να παγαίνουν εκεί να διδάσκονται και να διαβάζουν  οι «Λαϊκές τάξεις» της πόλης μας, παναπεί, εργάτες, εργάτριες, μπακαλόγατοι της αγοράς, άνεργοι, λούστροι και διακονιαρέοι ….  

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

"ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ"

Στη πρώτη "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ" που εγκαθιδρύθηκε με τρία διαδοχικά Συντάγματα(1822,1823, 1827) όταν στην Ευρώπη δεν υπήρχε παρά μόνο μία δημοκρατία, η ελβετική, το ωραιότερο Σύνταγμα, το «πoλιτικόv Σύνταγμα της Ελλάδος κατά την Τρoιζήvι γ` Εθvικήv Συvέλευσιv», Μάιος 1827 ), Περί της Bουλής,  των Βουλευτών και την «ασυλία» τους όριζε:


 «Περί της Bουλής.

43. H Bουλή σύγκειται από Αντιπροσώπους των Επαρχιών της Ελλάδος...45. Οι Αντιπρόσωποι εκλέγονται από τον λαόν κατά τον περί εκλογής νόμον...  57. Οι  Αντιπρόσωποι εκλέγονται διά τρία έτη· το τριτημόριov αυτών αλλάζει κατ’ έτος· το πρώτα και δεύτερov έτος η αλλαγή γίνεται διά κλήρου....58. O αυτός δεν δύναται vα εκλεχθή Αντιπρόσωπος εις δύω κατά συvέχειαv περιόδους...63. Είναι ασυγχώρητον εις τον Αντιπρόσωπον ν’ αναδεχθή άλλο δημόσιον υπούργημα, ή να λάβη μέρος κατ’ ευθείαν ή πλαγίως εις μίσθωσιν προσόδων της Επικρατείας επί ποινή εκπτώσεως... 65. Αντιπρόσωπος δεν φυλακώνεται, ενόσω διαρκούν αι συνεδριάσεις της Bουλής και τεσσάρας εβδομάδας προ των συνεδριάσεων, και μετ’ αυτάς. Εις το διάστημα όμως τούτο υποβάλλονται εις δίκην... 66. Οι Αντιπρόσωποι είναι ανεύθυνοι δι’ όσα ομιλήσωσιν εντός της Bουλής...100. Kαθείς των Aντιπροσώπων ψηφίζει κατά την συνείδησίν του, χωρίς να ζητή την γνώμην και ιδιαιτέρας οδηγίας από εκείνους, των οποίων φέρει το πρόσωπον[1]»

Kάτω από την “ κρούστα” της δημοκρατικής πορείας,  του “εκλέγειν”  και του ανίσχυρου του “εκλέγεσθαι”,  και οδοιπορώντας γυμνοί ανάμεσα στην αθλιότητα, την εκμετάλλευση και την τρομοκρατία της μηχανής του αστικού κράτους, ίσως κάποτε, πριν το τέλος,  ν’ ανακαλύψουμε ότι ζούμε μέσα στην απόλυτη στρέβλωση της αλήθειας, ότι βιώνουμε την πλήρη  παραποίηση της ιστορίας μας, ότι τα ορατά πραγματικά γεγονότα δεν είναι παρά είδωλα ψευδή και αλλόκοτα, που πρέπουν σε λαό λωτοφάγων.

Και όσο θα  είναι ακόμα ελεύθερο και μπορετό, όλο θα στρέφουμε προς τα πίσω, τις μεγάλες στιγμές του Γένους μας ν’ ατενίσουμε.

Tότενες που οπλισμένοι πολίτες, μαζί με οπλαρχηγούς και γραμματικούς και καλαμαράδες, ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ φτιάξανε, και αρχές και ΘΕΣΜΟΥΣ ισχυρούς θεμελιώσανε να φυλάξουνε τους καρπούς της της Επανάστασης.

Tότενες που οι πολίτες, να  φυλαχτούνε θέλανε από τους ισχυρούς, τους ικανούς, τους ξύπνιους και τους αγύρτες που σε οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, να κυριαρχήσουνε θέλανε, αλώνοντας τη Δημοκρατία.

Tότενες που λέγανε, ότι νοθεύεται η Δημοκρατία όταν  οι πολίτες  γίνονται πολιτικοί και επαγγελματίες,  και φυλάγονταν μη και  κακός σπόρος πέσει στο  “δήμο” και κιοτέψει  και γίνει “λαός” μικρόψυχος, άχρηστος και του πεταμού .

Kαι όχι, μην πάμε πίσω στ’ αρχαία κιτάπια που λέγανε  για πολίτες και δήμο και κλήρωση  βουλευτών και εξοστρακισμό και τέτοια πράγματα,· βαριά είναι και μπορεί  να μην τ΄ αντέξουμε.

Να σταθούμε όμως πρέπει λίγο στα χθεσινά, να ξαναθυμηθούμε το ωραιότερο από τα Συντάγματα της Επανάστασης, το Σύνταγμα της Τροιζήνος, και να ξαναδούμε τι πολιτεία και δημοκρατία φτιάξανε, κείνοι οι φοβεροί πολεμιστές και οι γραμματιζούμενοι και οι οπλισμένοι γραμματικοί της Επανάστασης, οι  Eλληνες πολίτες, που μέχρι προχθές ραγιάδες τους ονομάζανε.

Tι σόι άνθρωποι ήτανε και τι ιδέες κουβαλάγανε οι πολίτες, που γέννησαν και γεννήθηκν με την Επανάσταση, και μέσα σε παράγκες, σ’ ένα κατεστραμμένο τόπο, με τον Ιμπραήμ να τουφεκίζει ακόμα να σφάζει και να σηκώνει κρεμασταρίες, φτιάχνανε νόμους και ελεύθερη δημοκρατική πολιτεία στεριώσανε,  με μνήμες από μια αρχαία δημοκρατία που κουβάλαγε το Γένος.

N’ ακουμπήσουμε έστω για λίγο, τους μεγάλους και παράξενους στοχασμούς που κάνανε,  φτιάχνοντας Σύνταγμα, και λέγανε να ‘χουνε Bουλή με  Aντιπροσώπους που να εκλέγονται για τρία χρόνια, και τα δύο πρώτα χρόνια το “τριτημόριov αυτών” ν’ αλλάζει κάθε χρόνο και η αλλαγή να γίνεται με κλήρο και να θέλουνε να απαγορεύεται ο ίδιος αντιπρόσωπος να  εκλεγεί σε δύο “κατά συvέχειαv περιόδους”, και να βάζουν τη συνείδηση πάνω από τα συμφέροντα ομάδων και παρατάξεων.

Kαι όλα αυτά τα περίεργα και μεγάλα, για μας ξεχασμένα πράγματα,  να γίνονται μέσα σε πρόχειρες παράγκες που στήνανε  να συνεδριάσουν οι πληρεξούσιοι, και τα λένε οι ιστορικοί μας , πως 

«Όταν ύστερα από τιτανικούς αγώνες, είχε πια γίνει ελεύθερη η πατρίδα, κι’ ήρθε ο Καποδίστριας, έγινε μπροστά στο αρχαίο θέατρο του Άργους η Δ` εθνική συνέλευση (11 Ιουλίου του 1829). O Κυβερνήτης πρόσταξε να ετοιμαστεί  μία μεγάλη αίθουσα ανοιχτή από όλες τις μεριές για  να μπορεί ο κόσμος να κάθεται στα “ σκαλάκια” να  βλέπει και να ακούει τους μεγάλους του ήρωες, τον Κολοκοτρώνη, το Μαυρομιχάλη, τον Πετρόμπεη, τον Νικηταρά, τον Tσόκρη, τον Γρίβα, τόσους άλλους πολέμαρχους κι αντάμα τους καλαμαράδες, που είχαν μαζευτεί για να βάλουν τα θεμέλια της πολιτείας. Eνα μεγάλο πλήθος κόσμου καταξεσκισμένο, ματωμένο, πεινασμένο, μα ηρωικό, καρτερικό και αδάμαστο, παρακολούθησε τις συζητήσεις που ήταν βίαιες, ανεδαφικές συχνά και ανερμάτιστες και που τελικά ξεσπάσανε σε καυγάδες ομηρικούς με αποτέλεσμα να διαλυθεί βίαια η συνέλευση”*

Kαι να ξαναλέει ο  Φωτιάδης,  ότι:

“Kαι το 1832 γίνηκαν εκλογές για συνέλευση κ’ οι πληρεξούσιοι συντάχθηκαν στις 14 του Iούλη, στην Πρόνοια, προάστιο τα’ Aναπλιού που βρισκόταν όξω από το βενετσιάνικο τειχί, κάτω από το Παλαμήδι. Για βουλευτήριο στήσανε μια παράγκα από αροκάνιστες πεύκινες σανίδες με χωματένιο πάτωμα και με τρεις σειρές σκαμνιά. Αντικρύ στην είσοδο ήτανε η έδρα του προέδρου. Πάνω από αυτή κρεμόταν η μοναδική εικόνα του Oθωνα , που είχε φτάσει ως τα τότες στην Ελλάδα. Πλάγια στο προεδρείο φτιάσανε δυο εξέδρες για το διπλωματικό σώμα και τους “διακεκριμένους ξένους”. Τη μπασιά της παράγκας, καθώς ήταν καλοκαίρι την άφησαν ολάνοικτη κι’ έτσι μπόραγε να μαζεύεται απόξω ο κοσμάκης ν’ ακούει τους ρήτορες. Οι παραστάτες, όπως λέγανε τότες τους πληρεξούσιους, στέκονταν  υποχρεωμένοι μπαίνοντας ν’ αφήνουν στην είσοδο όχι μόνο τ’ άρματά τους, παρά και τα τσιμπούκια τους γιατί απαγορευόταν το κάπνισμα...”

Kαι ολοένα να βλέπουμε στα χαρτιά ότι, όταν «στις 6 Ιουνίου 1829 για την εκλογή “πληρεξουσίων διά την Δ` Εθνική των Eλλήνων Συνέλευσιν συνήλθον σήμερον οι κάτοικοι της πόλεως Καλαμάτας, οι έχοντες δικαίωμα ψήφου εν τω ...Iερώ ναώ του εν Aγίοις πατρός ημών Νικολάου...εξελέξατο παμψηφεί τον κύριον Νικολάου Kορφιωτάκην διά πληρεξούσιον της. O κύριος Νικόλαος Κορφιωτάκης εγερθείς παρέστησε εις την συνάθροισιν ότι τα γηρατειά του δεν επιτρέπουν εις αυτόν να δεχτή... Eγινε δευτέρα πρότασις και επροβλήθη άντ’ αυτού παμψηφεί ο κύριος Νικόλαος Aφεσίου διά πληρεξούσιος...”²

Είναι λίγα ψίχουλα ιστορίας,  για να μην ξεχνάμε την πορεία του Γένους, όταν μετά οι Γερμανοί (Bαυαροί λεγόντουσαν τότε), αυτόκλητοι ήρθανε να μας φτιάξουνε κράτος,  καταπώς βόλευε αυτούς και το βασιλιά  που μας φέρανε, και σχέδια φτιάχνανε να  κάνουνε να λησμονήσουμε την Επανάσταση που μας γέννησε, να νοθεύσουνε τη συνείδηση των πολιτών που βάραινε από το νόημα της  Δημοκρατίας, να μετατρέψουν,  κείνους τους θεόρατους  πολεμιστές και  οπλισμένους πολίτες,  σε  ζήτουλες, μη και γίνουν μικρόψυχοι και ακίνδυνοι για τα συμφέροντά τους.

Γιατί όλη την πορεία του Γένους, ανασαίνει κάτω από την μπότα του κατακτητή, του αλλόθρησκου, του τυχοδιώκτη της Δύσης, και όλο σηκώνεται και φωνάζει για Δημοκρατία και Σύνταγμα και καταριέται τους νόμους των Δυτικών που κάνανε εξουσία την αμαρτία.

Kαι όλο έτσι γινότανε, και κοιτάζοντας πίσω μέσα “από τον αψόρροο³ ωκεανό της μνήμης” που λέει και ο ποιητής, να μαζέψουμε πρέπει ό,τι ξέμεινε σ’ αυτή την αργόσυρτη πορεία, μη και πάψει λοβό να ‘ναι το προχώρημα και ξορκιστούν οι μισερές αλήθειες, που άλλοι θέλουνε με αυτές να ορίζουν το δρόμο μας.

1 Σπύρου Παναγιωτόπουλου “Λάρισα η Aργεώτις” Πελ/κη Πρωτ/νια 1959 (σελ. 95)

2 Mίμη Φερέτου “Μεσσηνιακά 1969-70” (σελ. 320, 398)

3 O προς τα οπίσω ρέων.



[1]To  «Πoλιτικόv Σύνταγμα της Ελλάδος» κατά τηv Tρoιζήvι γ`  Eθvικήv Συvέλευσιv,  Mάιoς 1827.


Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

ΚΌΜΜΑ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ

ΚΌΜΜΑ ΚΑΙ ΈΓΚΛΗΜΑ



 « …οι των ζιζανίων σπορείς… και πολιτικοί της Ελλάδος Φαρισαίοι, οι κατά γην και θάλασσαν  περιφερόμενοι, και τα πάντα μετερχόμενοι, ίνα κάμωσι προσήλυτους, εις την σαθράν φατρίαν των, εισακούονται, και αι προς ίδια τέλη γενόμεναι μεταξύ των λυκοφιλίοι διαλλαγαί… Οι τυχοδιώκται θέλουσι να ωφεληθώσιν από της διχονοίας των πολιτών προς κατόρθωσιν των σκοπών των[1]….».



Κόμμα και έγκλημα!

«Ιδού δύο ουδετέρα γένη παρά φύσιν συζευχθέντα και κρυπτογαμούντα προς άλληλα εν τω προτύπω τούτω βασιλείω τω φέροντι το ιερόν της Ελλάδος όνομα… 

Οποία αντίφασις! Κόμμα και έγκλημα! Η ηθική αδελφοποιημένη την ατιμίαν, η επιστήμη την αμάθειαν, η φρόνησις την αφροσύνην, η πρόοδος την οπισθοδρόμησιν, η αγαθότης την κακίαν, ο ΄Αδης τον παράδεισον. Κόμμα και έγκλημα ! Η δύναμις της αρετής συναλλασσομένη προς την δύναμιν της κακίας και υπογράφουσαι το συμβόλαιον της αλληλοβοηθείας. 

Ο Θεός συμβιβαζόμενος προς τον Διάβολον. Και όμως το Κόμμα και το έγκλημα, παρά  φύσιν εν Ελλάδι συζευχθέντα, βιούσιν αλληλοβοηθούμενα, αλληλοϋποστηριζόμενα και γεννοβολούντα καθημερινώς την αδικίαν, την παρακμήν, την ηθικήν και υλικήν του Κράτους εξάντλησιν και πάσαν ανομίαν, ενώ το τερατώδες και αφύσικον τούτο ανδρόγυνον αυξάνει και κραταιούται τρεφόμενον δι’ ανθρωπίνου αίματος και των δακρύων τόσων και τόσων χηρών και ορφανών μέχρισού  εξάντλησαν πάσαν άλλην μορφήν αλληλοφαγείας. Ήδη έχει τροφήν άφθονον και διατελεί  εις το άκρον άωτον της συζυγικής τρυφερότητος…»[2]



[2] Απόσπασμα από πολιτικό κείμενο ελευθεριακού της Καλαμάτας  του 1897. 


[1] ΓΕΕ  27.1.1826,


Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗ

(σκεπτικό)

Η έννοια της δικαιοσύνης (και η συναφής έννοια του δικαίου) είναι, βεβαίως, θεμελιώδης και κομβική για τη νομική επιστήμη και το αενάως ζητούμενο από τους εφαρμοστές του. Η «ποιητική ιδέα», έχοντας μια πλατωνική ανάμνηση, συνυφαίνεται με την έννοια της δικαιοσύνης με τρόπο πρωτότυπο, αφού όταν η ποιητική ύλη αναφέρεται σε έννοιες εξωποιητικές, αναπόφευκτα δημιουργεί ωσμώσεις εννοιολογικές και ανεπαίσθητες αλλοιώσεις γλωσσικές. 
Η δικαιοσύνη είναι ο συνεκτικός ιστός ενός ανερμάτιστου και ετερόκλητου κόσμου. Οι νομικοί θεσμοί στην αρχαία Ελλάδα εξιδανικεύθηκαν σε μια ατμόσφαιρα ποιητική (βλ. Στ. Δεληκωστόπουλου, Γένεση του δικαίου και αρχαιοελληνική ποίηση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996). Τα ποιητικά έργα είχαν τη λειτουργική δυναμική των έμμεσων πηγών του δικαίου: Εμπνευστής και δημιουργός του δικαίου ήταν η ποίηση που ανέκαθεν αναφερόταν στα καθολικώς ισχύοντα και όχι η ιστορία που απλά κατέγραφε τα επιμέρους συμβαίνοντα. Η δικαιοσύνη, ως εμπειρία, ήταν η ειδοποιός διαφορά της πολιτισμένης από τη βάρβαρη κοινωνία, αφού, κατά τον Ησίοδο, ο Δίας απέκτησε με την Θέτιδα «Ευνομίην τε Δίκην τε και Ειρήνην τεθαλυίαν» (Θεογονία, 901-902).
Για τον Οδυσσέα Ελύτη, η δικαιοσύνη είναι η «ακριβής στιγμή». Αποτελεί την υποδόρια καταστατική αρχή της σκέψης του, αφού η ηρακλείτεια «αφανής» και «καλλίστη αρμονία» της ποίησης του και η «φωτεινότητα και η διαφάνεια» που χαρακτηρίζουν το έργο του, αποτελούν ειδοποιά στοιχεία της ποιητικής ιδέας της δικαιοσύνης (Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης. «Εν Λευκώ» σελ. 317). Κατά τον καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη ο Ελύτης ανάγει την ποίηση σε σύστημα, που φιλοδοξεί να απορροφήσει τόσο τη φιλοσοφία όσο και την πολιτική της εποχής του (Η κρίσιμη καμπή: Η ωριμότητα του ποιήματος και του ποιητή, Αντί 29.2.1980, σελ. 32). Υπ' αυτή την εκδοχή, ο ποιητής φιλοδοξεί να υπαγάγει και τη δικαιοσύνη στο ποιητικό σύστημα που οικοδομεί.
«Καθώς τα γεγονότα γίνονται ποιήματα, τα ποιήματα με τη σειρά τους ζωντανεύουν. Η ιδέα του ποιήματος - που ζει - κυκλοφορεί αδιάκοπα στον Ελύτη, που ωστόσο βλέπει αυτό το λογοτεχνικό ον μάλλον σαν μια συναρμογή από αρμονικές τροχιές, σαν ένα μικρό ηλιακό σύστημα. Την ερμητική αυτή την αποκαλεί Δικαιοσύνη. Πρόκειται για τη ζωντανή παρουσία μιας ορισμένης τελειότητας στη σχέση εικόνας και νοήματος». Ευγένιου Αρανίτση (εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 30ής Απριλίου 1997)
Στη συλλογή «Δυτικά της λύπης», την τελευταία του εν ζωή, ο ποιητής εκλαμβάνει τη δικαιοσύνη ως έννοια καταστατική που αναδύεται από την ίδια την ποιητική λειτουργία. Γράφει, λοιπόν, ότι: «Ποίηση μόνον είναι / Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία / Όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι / Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη», αναγνωρίζοντας σ' αυτήν την παραμυθία της δικαίωσης, την ευθυκρισία της ακριβούς διάγνωσης.
Στους «Προσανατολισμούς», η έννοια της δικαιοσύνης εντάσσεται στους κεντρικούς φορείς αναφοράς του ποιητή: Το φως και τη διαφάνεια της νεότητας. Το απόλυτο φως που ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του ποιητή. Σύμβολο των δικαστικών θεσμών, εκτός από τον ζυγό της ευθυκρισίας, αποτελεί και το φως της διαφάνειας (όπως η Cour des comptes της Γαλλίας), που σημασιολογικά αναδεικνύει την εγκαθίδρυση της τάξης μέσα στο φως, κατά το λατινικό ρητό: «Dat Ordinem Lucendo».
Καίρια στιγμή της έννοιας της δικαιοσύνης, ως φωτός, αποτελούν οι στίχοι: «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ / και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη / λησμονάτε τη χώρα μου!» («Το Άξιον Εστί»). Ως «νοητός ήλιος», η δικαιοσύνη, δεν σημαίνει ότι πρόκειται για έννοια πλασματική, σύλληψη ποιητική που ανήκει στο χώρο της ουτοπίας. Αλλά, απεναντίας, πρόκειται για έννοια που βιώνεται βαθιά και ουσιαστικά και που εποπτεύει τον κόσμο ως ο βιβλικός «ήλιος της δικαιοσύνης». Κατά τον «Κρατύλο» (413 β) του Πλάτωνος, ο ανώνυμος φιλόσοφος (που φαίνεται ότι είναι ο Ηράκλειτος) εξισώνει τη φωτιά με τη δικαιοσύνη. Αν και το φως, το πυρ και η διαφάνεια είναι η ποιητική σύλληψη της δικαιοσύνης, εντούτοις η ισορροπία, το μέτρο, το ισοζύγισμα είναι η πεμπτουσία της έννοιας αυτής. Η «παλίντροπος αρμονίη» της ηρακλείτειας σκέψης εμπεδώνεται στις απόψεις του Ελύτη για τη δικαιοσύνη. Η μη υπέρβαση του μέτρου, ως η ζυγισμένη πορεία καταλαμβάνει και τον ήλιο της δικαιοσύνης. «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν», αποφαίνεται ο σκοτεινός Εφέσιος.
Την έννοια της ευθυκρισίας και της καθετότητας της αλήθειας, αναδεικνύουν με την αιχμηρότητα βιβλικής προφητείας, με την αυστηρότητα μεταφυσικού τιμητή, στίχοι δριμείς, οξείς και αναπάντεχοι, όπως εκείνος που επαγγέλλεται πως «Μονομιάς να πέσει /όπως πέφτει το κακό / \ η αλήθεια» («Τα ελεγεία της Οξώπετρας»). Η ευθύτητα ως απόρροια του κανόνος (είτε κατά κυριολεξία είτε μεταφορικά) -με άλλα λόγια του αποτελέσματος μιας ενσυνείδητης αυτοπειθαρχίας αλλά και του κοινωνικά επιβεβλημένου πειθαναγκασμού με τη μορφή της συντεταγμένης πολιτείας- εντοπίζουν και αναδεικνύουν στίχοι ευάεροι και παμφόεντες, όπως στο «2x7 ε»: «ώστε να ξέρει ο πιστός της Αιολίδας να συντονίζει τους \ δείχτες της ψυχής του, έτσι που το μεσημέρι να σημαίνει συνάμα και δίκαιον», καθώς και στη «Μαρία Νεφέλη», όπου ο Αντιφωνητής λέγει: «να δικάσω τους άλλους και απ’ αυτούς να δικαστώ την κάθετη ώρα του μεσονυκτίου».
Εξάλλου, στον «Μικρό Ναυτίλο» αναφέρει: «Μας χρειάζεται μια νομοθεσία που να διαμορφώνεται όπως το δέρμα επάνω μας τον καιρό που μεγαλώνουμε. Κάτι νεανικό και δυνατό συνάμα, σαν το εν δ' ύδατ' αενάοντα ή το θαλερόν κατά δάκτυ χέοντες. Έτσι που να μπορεί κείνο που γεννά ο άνθρωπος να ξεπερνά τον άνθρωπο δίχως να τον καταπιέζει». Αυτή η αυτόματη εξάρτηση της νομοθεσίας με την εξέλιξη, αίτημα πάγιο όσο και αυτονόητο όλων των συντεταγμένων πολιτειών, δίνεται με τον πλέον προσφυή τρόπο. Ότι δηλαδή η νομοθεσία, ως προϊόν ενός των αναγκών και απαιτήσεων συγκεκριμένου πολιτιστικού χώρου, θα πρέπει να μπορεί να μεταβάλλεται ανεπαίσθητα και με τέτοιον τρόπο που να υπερβαίνει τον δημιουργό του, χωρίς όμως να γίνεται και αντικείμενο καταπίεσής του.
Κατά τον Γιάννη Ρίτσο, η έννοια της δικαιοσύνης έχει λιγότερο εμφανείς φιλοσοφικές παραμέτρους, όπως συμβαίνει στον Ελύτη, αλλά αναδεικνύει συνειδητά την αίσθηση προβολής του κοινωνικού αιτήματος της δικαιοσύνης• αιτήματος που προβάλλεται ως σύλληψη ποιητική. Έτσι, η έννοια της δικαιοσύνης είναι περισσότερο βιωματική, γήινη και εμπειρική. Μορφοποιείται από τη δυναμική ενός απαιτητικού κοινωνικού συνόλου και όχι από την έκλαμψη ενός ατομικού νου ευφάνταστου. Είναι με άλλα λόγια, απόρροια ίσως της κοινωνικής στράτευσης του ποιητή, της οπτικής γωνίας που εποπτεύει τα γεγονότα και της συνεπαγόμενης ειδικής ευαισθησίας του ως έγκυρου φορέα προβολής των κοινωνικών αιτημάτων και του ειδικού του ρόλου ως ποιητή: Ως κοινωνικού διαμεσολαβητή, δηλαδή, που θεωρεί καθήκον του να αναλαμβάνει τις ευθύνες του και να υποδύεται το ρόλο του έναντι στην κοινωνία και την κατεστημένη πολιτεία/Ο ποιητής, κατά τον Ρίτσο, είναι κοινωνικός ιεροφάντης. Ταυτίζεται με το δίκαιο, τόσο γενικά ως προβολέας του αιτήματος για ελευθερία, των αγώνων για ισότητα και της αγωνίας για αδελφοσύνη, όσο και ως φορέας του προσωπικού του πάθους: Του πάθους του για την Ελλάδα, που προσωποποιημένη, ως η σολωμική Ελευθερία, ανακαλεί στη μνήμη, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, την εικόνα της δικαιοσύνης: «Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσίς στον κόσμο/ κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο/ δεξί την άγια σπάθα/ είσαι η ομορφιά κ' η λεβεντιά κ' είσαι η Ελλάδα» («Η Κυρά των Αμπελιών»).
Η εμφανώς πολιτικοποιημένη και κοινωνική ευαισθησία του ποιητή αναδεικνύει την έννοια της δικαιοσύνης ως αιτούμενο της δράσης του συνόλου. Είναι η απώτερη στόχευση της στράτευσης των αδικημένων, το ζητούμενο της ενεργοποίησης τους. Η ποιητική του ιδιότητα τον επιστέφει αυτομάτως ως εκπρόσωπο και λειτουργό της δικαιοσύνης.
Την έννοια της δικαιοσύνης, ως ισόρροπης κατάστασης, όμοια με εκείνη του Ελύτη, την ανακαλύπτει εντέλει και ο ώριμος Ρίτσος. Όχι, όμως, ως απόρροια των εμφανών και αφανών αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών καταβολών εκείνου, αλλά ως μια αναπόδραστη συνέπεια της ψυχικής έξαρσης, η οποία καταπραϋνόμενη επιφέρει τη χαλάρωση των εντάσεων, που ως αποκάμωμα των νευρικών εκρήξεων, είναι Νέμεσις μαζί και γαλήνη, ικανοποίηση ζωική, αλλά συγχρόνως και κενό μαζί και κατακρήμνιση στη ματαιότητα. (Η δικαιοσύνη ως ποιητική ιδέα, Νικολάου Μηλιώνη, Παρέδρου Ελεγκτ. Συνεδρίου, Δρος ΠΕ, ΕλλΔνη 2004, 616 επ.)

(Σημείωση: είναι το «σκεπτικό» αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης σε ποινική δίκη για συκοφαντική δυσφήμιση έτους 2008. Ενέχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το «σκεπτικό» και η ανάλυση της έννοιας της δικαιοσύνης στην οποία αναφέρεται και σηματοδοτεί μεγαλειώδη στιγμή και σταθμό για την απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας. ) 

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ

Το 1910 ο Δικηγορικός Σύλλογος Κυπαρισσίας είχε συσταθεί, αφού στην εφημερίδα «Νέος Ταχυδρόμος» (28.12.1910), δημοσιεύεται επαναληπτική Πρόσκληση της ματαιωθείσης συνελεύσεως του συλλόγου που είχε συγκληθεί  την 19.12.1910, με ορισμό της επαναληπτικής συνελεύσεως για την 2.1.1911. Πρόεδρος του Συλλόγου ο Ι. Γ. Ψηλογαλάνης και Γραμματέας ο  Σ.Ι. Αναγνωστόπουλος 

ΔΙΚΗΓΌΡΟΙ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ

Ψηλογαλάνης Γεώργιος (1893-1953) Γεννήθηκε στη Κυπαρισσία. Σπούδασε νομικά και δικηγόρησε για  λίγο στη Κυπαρισσία. Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο.